- υδνόκαρπος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια φλακουρτιίδες τής τάξης βιολώδη και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη δένδρων τής τροπικής Αφρικής και Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydnocarpus < hydnum (< ὕδνον «γένος φυτών») + -carpus (< καρπός)].
Dictionary of Greek. 2013.